νῶτον/νῶτος

νῶτον/νῶτος
-ου + τό N 2/M 5-13-17-8-5=48 Gn 9,23; 49,8; Ex 37,12.13(38,14.15); Nm 34,11
back, backside (of pers.) Gn 9,23; back (convex side of a shield) Jb 15,26; rim (of a wheel) 1 Kgs 7,19;
slope (of sea) Nm 34,11; id. (of land) Jos 15,8
ἐπὶ νώτου behind Jos 15,10; κατὰ νώτου behind Ez 40,18
Cf. CAIRD 1969=1972 137; LE BOULLUEC 1989, 360; WEVERS 1990, 615; →LSJ RSuppl

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νῶτον — back masc acc sg νῶτον back neut nom/voc/acc sg νῶτος back masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νῶτος — νῶτον back masc nom sg νῶτος back masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόνωτος — κακόνωτος, ον (Α) (για ψάρι) αυτός που έχει ακάθαρτα νώτα, ρυπαρή ράχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νωτος (< νώτον), πρβλ. ευρύ νωτος, ποικιλό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • κυφόνωτος — κυφόνωτος, ον (Α) αυτός που έχει κυρτά νώτα, καμπούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + νωτος (< νῶτον), πρβλ. σιδηρό νωτος, χαλκό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • πτιλόνωτος — ον, Α φρ. «πτιλόνωτος κάμπη» κάμπια με μεμβρανώδη ράχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον «πούπουλο» + νωτος (< νῶτον), πρβλ. οστρακό νωτος, χαλκό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • φοινικόνωτος — ον, Α αυτός που έχει κόκκινα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + νωτος (< νῶτον), πρβλ. εὐρύ νωτος, ποικιλό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεόνωτος — ον, ΜΑ, και χαλκόνωτος Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χάλκινα νώτα (α. «χαλκεόνωτα κύμβαλα», Νόνν. β. «χαλκόνωτον ασπίδα τήνδ », Ευρ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο / χαλκ(ο) * + νωτος (< νῶτον), πρβλ. εὐρύ νωτος, ποικιλό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • νώτο — το (ΑΜ νῶτον, τό, Α και νῶτος, ό) (κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη νεοελλ. 1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα τής γραμμής τού μετώπου, τα μετόπισθεν 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόνωτος — ον, Α (για ζώα) αυτός που έχει ποικιλόχρωμα νώτα, αιολόνωτος* («κτεῑνε... ποικιλόνωτον ὄφιν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + νωτος (< νῶτον), πρβλ. ευρύ νωτος] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόνωτος — ον, Α αυτός που έχει σιδερένια νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + νωτος (< νῶτον), πρβλ. χαλκό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • υψηλόνωτος — ον, Α αυτός που έχει ψηλά νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + νωτος (< νῶτον), πρβλ. χαλκό νωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”